- αποναρκωσις
- ἀπονάρκωσις-εως ἥ Arst. = ἀπονάρκησις См. αποναρκησις
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπονάρκωσις — insensibility fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποναρκώσεις — ἀπονάρκωσις insensibility fem nom/voc pl (attic epic) ἀπονάρκωσις insensibility fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποναρκωσίων — ἀπονάρκωσις insensibility fem gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποναρκώσιος — ἀπονάρκωσις insensibility fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονάρκωσιν — ἀπονάρκωσις insensibility fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απονάρκωση — η (Α ἀπονάρκωσις) πλήρης μέχρι αναισθησίας νάρκωση … Dictionary of Greek